λαγονεύω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

και λαονεύω
1. κυνηγώ λαγούς
2. μτφ. καταδιώκω, κυνηγώ
3. φρ. «μέ λαγονεύει ο τρισκατάρατος» — λέγεται από αυτούς που αποδίδουν τις συνεχείς ατυχίες τους σε δαιμονική επήρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. -εύω (για την ανάπτυξη του ενδοφωνηεντικού -ν- βλ. λαγονάρης)].