λαθασιά

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

λαθασιά, ἡ (Μ)
φρ. «μὲ λαθασιά» — από άγνοια, ακούσια, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λαθαίνω + κατάλ. -ασιά (πρβλ. ζεστασιά, χορτασιά)].