λαμπρόσπορος

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

λαμπρόσπορος, -ον (Μ)
αυτός που κατάγεται από ένδοξο γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + -σπόρος (< σπείρω), πρβλ. θεόσπορος].