λαουτζίκος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

ο
1. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
2. οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι, ο κοσμάκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαός + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. -ουτζίκος (πρβλ. καβγατζίκος, μασκαρατζίκος)].