λαστιχένιος

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

-α, -ο λάστιχο
1. κατασκευασμένος από λάστιχο
2. ευλύγιστος σαν λάστιχο («λαστιχένια μέση»).