οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement
(AM λατομῶ, -έω) λατόμοςεξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείομσν.σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύωαρχ.φρ. «λατομώ λάκκον» — σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα.