λαχανοφαγία
From LSJ
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
Ion. λαχανοφαγίη, ἡ, vegetable diet, Hp.Int.34, Epid. 7.82.
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, das Essen von Gemüse, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνοφᾰγία: ἡ, ἡ διὰ λαχάνων δίαιτα, Ἱππ. 550. 55., 1230Α.
Greek Monolingual
η (Α λαχανοφαγία, ιων. τ. λαχανοφαγίη)
η διατροφή με λαχανικά, χορτοφαγία, φυτοφαγία.