λαϊνόχειρ
From LSJ
English (LSJ)
Greek Monolingual
λαϊνόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερόχειρ, κρατερόχειρ].
Full diacritics: λαϊνόχειρ | Medium diacritics: λαϊνόχειρ | Low diacritics: λαϊνόχειρ | Capitals: ΛΑΪΝΟΧΕΙΡ |
Transliteration A: laïnócheir | Transliteration B: lainocheir | Transliteration C: lainocheir | Beta Code: lai+no/xeir |
λαϊνόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερόχειρ, κρατερόχειρ].