λεγιονάριος

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεγιονάριος Medium diacritics: λεγιονάριος Low diacritics: λεγιονάριος Capitals: ΛΕΓΙΟΝΑΡΙΟΣ
Transliteration A: legionários Transliteration B: legionarios Transliteration C: legionarios Beta Code: legiona/rios

English (LSJ)

legionary, Lat. legionarius; v. sub λεγεών.

Greek Monolingual

λεγεωνάριος, ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος)
ο μάχιμος οπλίτης της λεγεώνας
νεοελλ.
στον πληθ. οι λεγεωνάριοι
α) Αμερικανοί απόμαχοι του Α' Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους
β) τα μέλη της γαλλικής Λεγεώνας τών Ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legionarius < λατ. legio «λεγεώνα»].