λεμονιά

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

και λεϊμονιά και λεμονέα, η
κοινή ονομασία του είδους αείφυλλων φυτών Citrus limon του γένους κίτρο, που ανήκει στα εσπεριδοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεμονέα < λεμόνι + κατάλ. -έα. Ο τ. λεμον-ιά < λεμον-έα, με συνίζηση].