λευκοκύτταρο

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

το
ανατ. το λευκό αιμοσφαίριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocyte < leuc(o)- (πρβλ. λευκο-) + cyte (< κύτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].