λευκωματίνη

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

η
1. (βιοχ.) η αλβουμίνη
2. φυσιολ. μικρομοριακή πρωτεΐνη του ορού του αίματος, ευδιάλυτη στο απεσταγμένο νερό και σε διαλύματα χλωριούχου νατρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αλβουμίνη].