λεϊσμανία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
η
ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων της τάξης πρωτομονάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leishmania < νεολατ. leishmania < W. Β. Leishman, επώνυμο Άγγλου ιατρού].