λεύκανση

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source

Greek Monolingual

η (AM λεύκανσις) λευκαίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λευκαίνω, άσπρισμα, λεύκασμα
2. κάθαρση, καθάρισμα
νεοελλ.
1. (χημ. τεχνολ.) το σύνολο τών χημικών κατεργασιών που αποσκοπούν στον πλήρη ή μερικό αποχρωματισμό και στην απομάκρυνση ανεπιθύμητων ξένων υλών από προϊόντα της κλωστοϋφαντουργίας και της χαρτοποιίας
2. (ελαίουργ.) ο αποχρωματισμός τών λιπαρών ουσιών ο οποίος γίνεται με σκοπό την εξάλειψη ή την εξασθένιση του φυσικού τους χρώματος.