λιγοστεύω

Greek Monolingual

και ολιγοστεύω
1. ελαττώνω, μειώνω κάτι («λιγόστεψα το φαγητό γιατί πάχυνα»)
2. γίνομαι λιγότερος, μειώνομαι σε μέγεθος ή ποσότητα («όσο πάνε και λιγοστεύουν τα λεφτά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοστεύω < ολιγοστεύω < ολιγοστός].