Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιλιώδη

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. liliales < νεολατ. liliales < lilium + λατ. κατάλ. -ales. Η λ. κατά τη μεταφορά της έλαβε την ελλ. παραγωγική κατάληξη -ώδη].