λιμνίον

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνίον Medium diacritics: λιμνίον Low diacritics: λιμνίον Capitals: ΛΙΜΝΙΟΝ
Transliteration A: limníon Transliteration B: limnion Transliteration C: limnion Beta Code: limni/on

English (LSJ)

τό, Dim. of λίμνη, Arist. Mir. 840b33, dub. in Phld. Mort. 32.

German (Pape)

[Seite 48] τό, dim. von λίμνη, kleiner Teich, Arist. mirab. ausc. 112.

Russian (Dvoretsky)

λιμνίον: τό болотце или озерцо Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίμνη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 112. 1.

Greek Monolingual

το (Α λιμνίον) λίμνη
μικρή λίμνη, μικρή κοιλότητα του εδάφους γεμάτη με νερό.