λιμνόμετρο
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
Greek Monolingual
το
ο λιμνογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnometer < limn(o)- (< λίμνη) + -meter (< μέτρον). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].