λινοπλυτής

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοπλῠτής Medium diacritics: λινοπλυτής Low diacritics: λινοπλυτής Capitals: ΛΙΝΟΠΛΥΤΗΣ
Transliteration A: linoplytḗs Transliteration B: linoplytēs Transliteration C: linoplytis Beta Code: linopluth/s

English (LSJ)

λινοπλυτοῦ, ὁ, flax-washer, flax-soaker, prob. in Aët.8.16 (λινοπλήτων gen. pl., codd.).

Greek Monolingual

λινοπλυτής, ὁ (Α)
αυτός που πλένει, που βρέχει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλυτής (< πλύνω)].