λινοσπέρμινος

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοσπέρμινος Medium diacritics: λινοσπέρμινος Low diacritics: λινοσπέρμινος Capitals: ΛΙΝΟΣΠΕΡΜΙΝΟΣ
Transliteration A: linospérminos Transliteration B: linosperminos Transliteration C: linosperminos Beta Code: linospe/rminos

English (LSJ)

η, ον, of linseed, ἔλαιον Aët.1.101.

Greek Monolingual

λινοσπέρμινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που παράγεται από λιναρόσπορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινόσπερμος (< λίνον + -σπερμος < σπέρμα)].