λιπεῖν

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

German (Pape)

[Seite 51] aor. II. zu λείπω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de λείπω.

Greek Monotonic

λῐπεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λείπω.

Russian (Dvoretsky)

λιπεῖν: inf. aor. к λείπω.