φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
[Seite 51] aor. II. zu λείπω.
inf. ao.2 de λείπω.
λῐπεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λείπω.
λιπεῖν: inf. aor. к λείπω.