πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
[Seite 51] aor. II. zu λείπω.
inf. ao.2 de λείπω.
λῐπεῖν: απαρ. αορ. βʹ του λείπω.
λιπεῖν: inf. aor. к λείπω.