λιποβαρής

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

-ές
ελλιπής κατά το βάρος, αυτός που το βάρος του είναι μικρότερο του κανονικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βαρής (< βαρύς), πρβλ. γυιοβαρής, ισοβαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].