λιποειδής

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με λίπος
2. αυτός που έχει λίπος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή
(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].