λιποτακτώ
From LSJ
Greek Monolingual
(AM λιποτακτῶ, -έω) λιποτάκτης
εγκαταλείπω αυθαίρετα και αδικαιολόγητα τις τάξεις του στρατού όπου υπηρετώ, γίνομαι λιποτάκτης
νεοελλ.-μσν.
εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου σε μια κοινή προσπάθεια ή σε έναν ιδεολογικό αγώνα.