λογοτεχνία

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

η (Μ λογοτεχνία) λογοτέχνης
η καλλιέργεια του έντεχνου λόγου
νεοελλ.
1. το σύνολο τών λογοτεχνικών έργων έθνους, χώρας, εποχής (α. «ελληνική λογοτεχνία» β. «η λογοτεχνία της Αναγέννησης»)
2. το σύνολο τών λογοτεχνών μιας χώρας ή μιας εποχής
3. φρ. «προφορική λογοτεχνία» — σύνολο μύθων και αφηγήσεων που έχουν διασωθεί από την παράδοση.