Λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος – A true friend is grief's physician.
λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσβλεπτώ, οξυβλεπτώ].