λοξοβλεπτώ

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

λοξοβλεπτῶ, -έω (Α)
βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσβλεπτώ, οξυβλεπτώ].