λυρόδμητος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠρόδμητος Medium diacritics: λυρόδμητος Low diacritics: λυρόδμητος Capitals: ΛΥΡΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: lyródmētos Transliteration B: lyrodmētos Transliteration C: lyrodmitos Beta Code: luro/dmhtos

English (LSJ)

λυρόδμητον, lyre-built, epithet of Thebes, Nonn. D. 25.415, al.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρόδμητος: -ον, ὁ διὰ τῆς λύρας οἰκοδομηθείς, ἐπίθ. τῶν Θηβῶν, Νόνν. Δ. 25. 415, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

λυρόδμητος, -ον (Α)
(ως επίθ. τών Θηβών) αυτός που οικοδομήθηκε με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -δμητος (< δέμω «οικοδομώ»), πρβλ. θεόδμητος, χρυσεόδμητος].