λυσήνωρ

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσήνωρ Medium diacritics: λυσήνωρ Low diacritics: λυσήνωρ Capitals: ΛΥΣΗΝΩΡ
Transliteration A: lysḗnōr Transliteration B: lysēnōr Transliteration C: lysinor Beta Code: lush/nwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, relaxing men, οἶνος Tryph.449.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐλκύων τοὺς ἄνδρας, Τρυφιόδ. 449.

Greek Monolingual

λυσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α) (για τον οίνο) αυτός που εξασθενεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ- (πρβλ. ἔλυσ-α, αόρ. του λύω) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. αγαπήνωρ, αλεξήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

German (Pape)

[ῡ], ορος, Männer auflösend, entkräftend, Tryphiod. 447.