οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
λωβηρός, -ά, -όν (Α)βλαβερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ανθηρός, λυπηρός)].