Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάγουλο

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το (Μ μάγουλον)
καθένα από τα δύο πλάγια μέρη του προσώπου, η παρειά
νεοελλ.
1. μτφ. καθένα από τα δύο καμπυλωτά μέρη που βρίσκονται στα πλάγια της πλώρης του πλοίου
2. μτφ. το πλευρικό τοίχωμα κάθε αντικειμένου
μσν.
η κάτω σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερολατ. magulum].