μίζερος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ μίζερος, -η, -ον)
1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός
2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος»)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος»)
2. (για πράγματα) α) πενιχρός, λιτός
β) φτωχικός, άκομψος («μίζερα έπιπλα»).
επίρρ...
μίζερα
με μίζερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. misero < λατ. miser, -eris «άθλιος»].