μίλημα

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

το
η ομιλία, η μιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμίλημα, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι].