μαγνητοσκοπώ
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Greek Monolingual
εγγράφω με τη χρησιμοποίηση μαγνητοσκοπίου εικόνες και ήχους τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης + -σκοπώ (< σκοπός) πρβλ. αστεροσκοπώ, βολιδοσκοπώ].