μαθεύομαι

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

Greek Monolingual

γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι («το νέο μαθεύτηκε αμέσως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ- του μαθαίνω, κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι].