ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι («το νέο μαθεύτηκε αμέσως»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ- του μαθαίνω, κατά τα ρ. σε -εύω / -εύομαι].