μακαρῖτις

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

French (Bailly abrégé)

μακαρίτιδος
adj. f. de μακαρίτης.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρῖτις: ῐδος adj. f покойная (ἡ μ. μου γυνή Luc.).

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu μακαρίτης; Theocr. 2.70; γυνή, Luc. Philops. 27.