μακροβούτι
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
το
1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια του νερού για μεγάλη απόσταση
2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βούτι (< βουτώ)].