Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
το1. κατάδυση, βουτιά από ψηλά και κολύμπι κάτω από την επιφάνεια του νερού για μεγάλη απόσταση2. μτφ. κατάχρηση, κλοπή, λαθρεμπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βούτι (< βουτώ)].