μακρομάλλης
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
και μακρυμάλλης, -α, -ικο, θηλ. και μακρομαλλούσα και μακρομαλλού (Μ μακρυμάλλης)
αυτός που έχει μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -μάλλης (< μαλλί), πρβλ. ξανθομάλλης, σγουρομάλλης].