μακρόσυρτος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για λόγο, ομιλία κ.λπ.) αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια ή που είναι απλωμένος σε έκταση
2. (για άσμα, μουσική, μελωδία, φωνή κ.λπ.) αυτός που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό («μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας», Κ. Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + συρτός < σύρω.