μαλλούρα

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

Greek Monolingual

η
πολλά και μακριά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί / μαλλιά + κατάλ. -ούρα (πρβλ. ανακατωσ-ούρα, θολούρα)].