μαστοδοτώ

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source

Greek Monolingual

μαστοδοτῶ, -έω (Α)
γαλουχώ, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + -δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογοδοτώ].