ματροπόλος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
Doric for μητροπόλος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μητροπόλος.
English (Slater)
μᾱτροπόλος, -ον attending to mothers ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ (καταχρηστικῶς Schr., Pyth. Comm.) (P. 3.9)