ματσόλα

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source

Greek Monolingual

και ματσιόλα, η
1. ξύλινο δικέφαλο σφυρί που χρησιμοποιούν οι βαρελοποιοί και οι λευκοσιδηρουργοί
2. ναυτ. καλόσφυρα που χρησιμοποιείται για τη σπαργάνωση τών σχοινιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzola].