μαυραγκαθιά

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

η
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Rhamnus graecus του γένους ράμνος, αλλ. μαυροσπαλαθιά.