μαχαιρουργός

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχαιρουργός Medium diacritics: μαχαιρουργός Low diacritics: μαχαιρουργός Capitals: ΜΑΧΑΙΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: machairourgós Transliteration B: machairourgos Transliteration C: machairourgos Beta Code: maxairourgo/s

English (LSJ)

μαχαιρουργόν, = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρουργός: -όν, = μαχαιροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 133.

Greek Monolingual

μαχαιρουργός, -όν (Μ)
μαχαιροποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρουργός].

German (Pape)

ὁ, = μαχαιροποιός, Tzetz.