πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
μεγέθης, μέγεθες (Μ)1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευμεγέθης, ισομεγέθης)].