μεγαρίτικος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο Μεγαρίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρικός.