μεγιστόσωμος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγιστόσωμος Medium diacritics: μεγιστόσωμος Low diacritics: μεγιστόσωμος Capitals: ΜΕΓΙΣΤΟΣΩΜΟΣ
Transliteration A: megistósōmos Transliteration B: megistosōmos Transliteration C: megistosomos Beta Code: megisto/swmos

English (LSJ)

μεγιστόσωμον, of largest frame, Tz.H.8.272.

German (Pape)

[Seite 110] mit sehr großem Körper, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

μεγιστόσωμος: -ον, ὁ ἔχων μέγιστον σῶμα, Τζέτζ. Ἱστ. 8, 872.

Greek Monolingual

μεγιστόσωμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πάρα πολύ μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, σωματώδης.