μεθοκοπώ
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
-άω μεθοκόπος
πίνω κρασί συχνά και σε μεγάλες ποσότητες, μπεκρουλιάζω («γυρίζει στις ταβέρνες όλη μέρα και μεθοκοπάει»).